11/11/2020 – 05/12/2020
Η Isnotgallery contemporary παρουσιάζει την «Θαλαssoφίλητη» του Άντρου Ευστάθιου την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου στις 20:00
Την έκθεση επιμελείται η αρχιτέκτονας Έλενα Παρούτη.
> Γράφει ο Σεφέρης στο ποίημα του «Ελένη»:
«Τ’ αηδόνια δε σ αφήνουνε να κοιμηθείς στίς Πλάτρες
Δακρυσμένο πουλί
στην Κύπρο τη Θαλασσοφίλητη
Που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα, άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών
αν είναι αλήθεια
Πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια, ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο είδε ένα σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια, δεν το ‘χει μες την μοίρα του ν ακούσει μαντατοφόρους που έρχονται,να πούνε πως τόσος πόνος τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο, για ένα πουκάμισο αδειανό για μια Ελένη»
> Ο Καζαντζάκης στα ταξιδιωτικά κείμενα του περιγράφει την Κύπρο ως την αληθινή πατρίδα της Αφροδίτης.
«Πότε μου δεν είδα νησί με τόση θηλύτητα, πότε δεν ανέπνεψα αέρα τόσο γιομάτο μ επικίντυνες γλυκύτατες συμβουλές.
Αλαφρή κάρρωση με κυριεύει, νύστα και γλύκα, και το δειλινό, όταν πέσει ο ήλιος και φυσήξει από τη θάλασσα το αλαφρό αεράκι και σαλέψουν λίγο δεξά ζερβά, τα μικρά καΐκια και ξεχυθούν στην παραλία τα μικρά παιδιά με το γιασεμί στο χέρι, η καρδιά μου ξεζώνεται και παραδίνεται σαν την πάνδημη Αφροδίτη.
Ότι αλλού σπάνια σε στιγμές νάρκης, αισθάνεσαι, εδώ το ζεις ακατάπαυστα, το νιώθεις αργά, βαθιά να σε διαπερνάει σαν τη μυρωδιά του γιασεμιού: «Η σκέψη είναι μια προσπάθεια ενάντια στην κατεύθυνση της ζωής, η ανάταση η ψυχική, η αγρυπνία του νου, η έφοδος προς τ’ απάνου, είναι τα μεγάλα προπατορικά αμαρτήματα ενάντια στη θέληση του Θεού»
> Ο Στρατής Μυριβήλης γράφει:
«[…] η Κύπρος είναι η στιβαρή μητέρα, η γεννήτρια, η καρπερή, η σεβάσμια.Πρέπει να ξεκουραστείς για να ανακαλύψεις την ομορφιά της.Τη σοβαρή και αγέλαστη ομορφιά της.
>> Ο Ευσταθίου από την άλλη «ταξιδεύει» την Κύπρο ως σύγχρονος περιηγητής με γλύκα και θαυμασμό — με υπομονή ακολουθώντας την φυσική βουλή των πραγμάτων. Από την Πάφο στις Πλάτρες, από τον Πύργο Τυλληρίας στο Τρόοδος, από την Λεμεσό στην Αγία Νάπα, από την Λευκωσία στον Απόστολο Ανδρέα, από τοπία τραχιά και ασήμαντα, σε χρυσούς κάμπους, από χαμηλά βουνά σε ήσυχες θάλασσες, από ήσυχες θάλασσες σε περβόλια γιομάτα, ο Ευσταθίου αποτυπώνει με μαεστρία την γενέθλια γη του, με μια μικρή υποψία θαυμασμού και γαλήνης απέναντι στο θαύμα που τον περιβάλλει. Ο Ευσταθίου «ζει» την Κύπρο, την αναπνέει σε κάθε του βήμα, την καταγράφει στο συλλογικό υποσυνείδητο του περήφανου λαού της Κύπρου, γιατί είναι πολύ δύσκολο να μην νιώσεις περήφανος ως Κύπριος όταν περιβάλλεσαι από τόση μαγεία και ομορφιά σε ένα τόσο δα μικρό μαρτυρικό νησί της Μεσογείου.
11 Νοεμβρίου στις 20:00
Μέχρι 5 Δεκεμβρίου 2020
Τρίτη-Παρασκευή:
10:30-12:30 15:00-18:00
Σάββατο: 11:00-14:00
Κλειστά Κυριακή-Δευτέρα
*κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα τηρούνται όλες οι σχετικές οδηγίες υγείας για περιορισμό της διασποράς του Covid-19.
Δεύτε ίδετε τον τόπον
Απόστολος Κουρουπάκης
Διδάκτορας Μεσαιωνικής Ιστορίας
«Πόση τέχνη χωράει άραγε μέσα σε μία φωτογραφία;». Αυτό το ερώτημα ο φωτογράφος Άντρος Ευσταθίου το έχει συνεχώς στο μυαλό του, χωρίς όμως να τον βασανίζει ακαδημαϊκά, στεγνά. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η φωτογραφική τέχνη είναι ψυχή και συναίσθημα, δοκιμασία για την αλήθεια που βλέπει και θέλει να μεταδώσει. Αυτή η αλήθεια τον απελευθερώνει· του επιτρέπει να αφήσει το μάτι του ελεύθερο και να αποτυπώσει τον μικρόκοσμο που εν τέλει συγκροτεί τη μεγαλύτερη εικόνα, τον κόσμο που όλοι κοιτάμε, καθώς περνάμε δίπλα του με το αυτοκίνητο ή πεζή, αλλά στ’ αλήθεια τον βλέπουμε, τον καταλαβαίνουμε;
Μπορούμε να αναγνωρίσουμε το οικείο που αποπνέει η δουλειά του Άντρου Ευσταθίου; Είναι ένα στοίχημα αυτή η προβολή του «οικείου» για τον Άντρο, αλλά και για εμάς τους θεατές, μπορούμε να ακούσουμε τα αηδόνια, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αποσάθρωση του κόσμου της Κύπρου; Το αρχαίο κλέος γίνεται γύψινο διακοσμητικό και αρκεί μία φωτογραφία για να μας προσγειώσει στη σημερινή πραγματικότητα και να μας φέρει στο μυαλό τον στίχο του Ανδρέα Παστελλά «σημαιοστολισμένα μπαλκόνια / αραβικές κελεμπίες ν’ ανεμίζουν θριαμβικά».
Ο Άντρος αποτυπώνει αυτοστιγμεί το χρώμα, «εγκλωβίζει» το άρωμα της εικόνας, εκείνη την αρμύρα που κουβαλάει ο κάθε Τεύκρος τη φέρνει στα χείλη μας και μας κάνει κοινωνούς όλους στη δική του μυσταγωγία. Φανερώνει τα αφανέρωτα, και ο έχων ώτα ακουέτω τα αηδόνια και σκέφτομαι τον Παντελή Μηχανικό όταν λέει «Τα πουλιά δεν ήρθανε. Δυνατοί άνεμοι τ’ αλλαξοδρόμησαν κι ένας σατανάς χλιμιντρίζοντας κατρακυλάει πολύχρωμος κρατώντας απάνω σε ξόβεργα όλα τα πουλιά που περίμενες».
Παλαιότερα ο Άντρος μού είχε εκμυστηρευτεί: «Οι απλές στιγμές του καθένα, του κόσμου γύρω μας, είναι ένα διαρκές φλερτ με την προσωπική μας αισθητική» και αυτή η προσωπική αισθητική γίνεται εξωτερίκευση της ζεστασιάς του «οικείου», της στηλίτευσης ακόμα και της εκμαυλιστικής αισθητικής, οπόθεν και αν αυτή προέρχεται, οποτεδήποτε και αν εκφράστηκε. Όλα αυτά συνυπάρχουν σε μια φωτογραφία τις περισσότερες φορές και αυτό είναι φλερτ, φλερτ με την τέχνη, με τη φωτογραφία, με την ίδια τη ζωή και τις κατά ποιόν ιδιότητές της.
Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει ο θεατής ότι ο Άντρος καταφέρνει να αναδείξει εκτός από το φωτογραφικό υποκείμενο και τον καμβά, το υπόστρωμα, το οποίο πολλές φορές έρχεται να σταθεί αντιθετικά προς το κύριο αντικείμενο ή το «λάθρα» φωτογραφιζόμενο πρόσωπο. Ο καμβάς μοιάζει να είναι σαν ανασασμός των φύλλων, μέσα στα οποίο ζει το αηδόνι, κατά τον Σεφέρη. Μα ο καμβάς που δείχνει ο Ευσταθίου δεν είναι το υπόστρωμα του κόσμου της Κύπρου;
Αυτό που πιστεύω ότι αποπνέει η έκθεση του Άντρου είναι η απεικόνιση της αλήθειας, μιας αλήθειας, όμως, ανεπιτήδευτης, που δεν εμφορείται από μεγαλόπνοους ανασασμούς, που της λείπει η επισημότητα και γι’ αυτό την κάνει καθάρια και πάλι στον Γ. Σεφέρη έρχομαι: «Κάτω από τη γέρικη συκομουριά / στεγνός ο αγέρας γύρισε· / οσμίζουνταν παντού φλουριά / και μας επούλησε» και ο Άντρος, φωτογραφίζοντας εκείνο το τσαμπί σταφύλι, ίσως να απαγγέλει «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή, / πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του ορθρου η μαρμαρυγή, / θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη· / είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Και μπήκα στ’ αδειανό μου το σπίτι».
Ψήγματα αλήθειας
Ο κόσμος της Κύπρου αλλάζει και μεταλλάσσεται. Οι άνθρωποι, οι συνήθειες, το αστικό τοπίο, ό,τι βγάζει δηλαδή το μέτρημα της ζωής, καταλήγει σ’ ένα ρευστό κράμα μέσα στη χοάνη του χρόνου. Αυτή η πρώτη ύλη δημιουργεί τα νέα σχήματα που μορφοποιούν την εποχή τους.
Κι ενώ όλα μοιάζουν τόσο καινούρια, ενώ οι γενιές αλλάζουν και τα σημάδια του παλιού κόσμου σβήνονται από την ορμή του χρόνου, ένα εκπαιδευμένο μάτι μπορεί ν’ αναγνωρίσει τα ψήγματα ενός παρελθόντος που διασώζεται ατόφιο. Οι αρχετυπικές μορφές του Διαμαντή, ο καυτός ήλιος του κυπριακού καλοκαιριού, το κίτρινο που σμίγει στο βάθος του ορίζοντα με το γαλάζιο, χώμα και νερό, δυο πλεξούδες σ’ ένα κοριτσίστικο κεφάλι και λέξεις που διασώζονται έπειτα από ένα μακραίωνο ταξίδι.
Ο Άντρος Ευσταθίου έχει το χάρισμα να διακρίνει τα φανερά και τ’ αφανέρωτα. Αλλά το κάνει ανεπιτήδευτα, με μια φυσικότητα που μοιάζει, θαρρείς, με λοξό βλέμμα στην εποχή, στους ανθρώπους και στα έργα τους. Ο φακός του εστιάζει στις λεπτομέρειες: στα κλαδιά ενός φοίνικα, σε κάποιες φέτες ουρανού, σε μια ταμπέλα που ορθώνεται αυθάδικα στη μέση του πουθενά, σε αγάλματα που χλευάζουν το αρχαιοελληνικό κλέος – κομμάτια όλα που συνθέτουν το μεγάλο κυπριακό παζλ. Το πιο γοητευτικό είναι ότι οι εικόνες αυτές περνούν φευγαλέα από μπροστά μας. Σχεδόν τυχαία. Αφήνοντας όμως μικρά, ευδιάκριτα αποτυπώματα, έτσι ώστε ν’ αναγνωρίζουμε τις εκφάνσεις του περιβάλλοντος χώρου και εντέλει του ίδιου μας του εαυτού.
Η φωτογραφική δουλειά του Ευσταθίου αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σοβαρότητα επειδή αποστρέφεται τη σοβαροφάνεια. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, ενώ ακουμπάει το βλέμμα του με τρυφερότητα ακόμα και στο καταγέλαστο κιτς. Απελευθερωμένος από τους κανόνες της συμβατικής φωτογραφίας, αφήνεται στα ερεθίσματα των εικόνων για να γίνει πότε λυρικός και πότε αποστασιοποιημένος παρατηρητής μιας ρεαλιστικής πραγματικότητας.
Ενδιαφέρον είναι επίσης να δει κανείς αυτή τη σειρά ενταγμένη στο σύγχρονο φωτογραφικό γίγνεσθαι. Στην εποχή των απεριόριστων τεχνολογικών δυνατοτήτων, όπου η αγωνία για την εικαστικότητα της φωτογραφίας αποτελεί ζητούμενο των περισσότερων δημιουργών. Ο Ευσταθίου δείχνει να μην κατατρύχεται από τέτοιου είδους νευρώσεις. Γι’ αυτό και οι εικόνες του δεν αντλούν την εικαστική τους νομιμοποίηση από την επιτήδευση. Η αφαίρεση δεν είναι αυτοσκοπός αλλά η φυσική αντανάκλαση της πραγματικότητας. Ο κόσμος της δικής του Κύπρου καταγράφεται χωρίς φτιασίδια, πολλές φορές τσαλακωμένος, αλλά πάντοτε αληθινός.
Αυτή η αλήθεια αποτελεί και το ζητούμενο κάθε εικαστικής απόπειρας. Όποιο κι αν είναι το μέσο, όποια κι αν είναι τα εργαλεία, αν οι εικόνες δεν εμπεριέχουν ειλικρίνεια, μοιραία θα προδώσουν τον δημιουργό τους. Ο Ευσταθίου και με αυτή τη δουλειά αποδεικνύει την καθαρότητα της καλλιτεχνικής του φύσης. Κι ας μην αποπνέουν αυτές οι εικόνες τη δραματική ένταση του εμβληματικού «Nicosia International Airport» (2012). Κι ας μην έχουν τη στιβαρότητα των πορτρέτων που διέκρινε τον «Κόσμο της Κύπρου» (2015). Διεκδικούν όμως επάξια μια θέση στην προσωπική μυθολογία του φωτογράφου, κυρίως χάρη στην ευθραυστότητα και την αφοπλιστική αλήθεια που εκφράζουν.
Είναι μια εικόνα, ειδικά, που ξεχωρίζω… Ένα βαν φορτωμένο με πήλινα αγγεία. Κάποια άλλα είναι αραδιασμένα στον δρόμο, ενώ πίσω απλώνεται η θάλασσα. Την κοιτάζω κι είναι σαν να αισθάνομαι τη ζέστη που ξεβράζει η άσφαλτος. Σαν να μυρίζω την αλμύρα και τον ιδρώτα. Και θυμάμαι εκείνον τον στίχο του Σεφέρη από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄: «Είναι παντού το ποίημα / σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα / που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή».
Σταύρος Χριστοδούλου, συγγραφέας
Νοέμβριος 2020